- επιλιχμώ
- ἐπιλιχμῶ, -άω (Α)1. επιλείχω*2. μέσ. κατατρώγω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λιχμώ «γλείφω», πιθ. μετονοματικό παράγωγο κάποιου μη μαρτυρούμενου τ. (Ίσως *λίχ-μος < λείχ-ω). Εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα λιχ- τού θ. λειχ-].
Dictionary of Greek. 2013.